- περιπόλαρχος
- ὁ, Απεριπολάρχης.[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -αρχος (< ἄρχω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπολάρχης — ο, ΝΑ νεοελλ. στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός αρχ. επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + άρχης (< ἄρχω)] … Dictionary of Greek